υπερηχητικός

υπερηχητικός
η , ό[ν] сверхзвуковой, ультразвуковой;

υπερηχητικό αεροπλάνο — сверхзвуковой самолёт


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υπερηχητικός" в других словарях:

  • υπερηχητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με ταχύτητα που υπερβαίνει την ταχύτητα τού ήχου («υπερηχητική πτήση») 2. αυτός που κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα τού ήχου («υπερηχητικό αεροπλάνο») 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους… …   Dictionary of Greek

  • υπερηχητικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα του ήχου: Υπερηχητικά αεροσκάφη. 2. αυτός που έχει σχέση με τις ταχύτητες που είναι μεγαλύτερες από αυτή του ήχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»